- χειροπιαστά
- [хиропьяста] επίρ. осязательно, очевидно
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χειροπιαστός — και χεροπιαστός, ή, ό, Ν 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πιάσει, να αγγίξει με τα χέρια, απτός, συγκεκριμένος, σε αντιδιαστολή προς τον φανταστικό, τον ιδεατό 2. ολοφάνερος, σαφέστατος (α. «χειροπιαστή πραγματικότητα» β. «χειροπιαστό… … Dictionary of Greek
Ατόν — Αρχαία αιγυπτιακή θεότητα, που συνδέεται με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση που επέβαλε στην Αίγυπτο ο φαραώ Αμένοφις Δ’ (Ακενατόν) κατά την περίοδο της βασιλείας του (περ. 1369 1353 π.Χ.). Η μεταρρύθμιση αυτή αναφέρεται στην εισαγωγή ενός μόνο θεού … Dictionary of Greek
Βλαδιμιρέσκου, Τεοντόρ — (Theodore Vladimirescu, ; – 1821). Ρουμάνος στρατιωτικός, με συμμετοχή στο κίνημα της Μολδοβλαχίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μεχωνδίσιο της Μικρής Βλαχίας. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπηρέτησε τους Ρώσους ως αρχηγός εθελοντικού σώματος (1806). Γι’ αυτή… … Dictionary of Greek